- πιθηκισμός
- ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω]η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.)μσν.(για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού βαπτίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.